ξεκαρφώνω

ξεκαρφώνω
ξεκάρφωσα, ξεκαρφώθηκα, ξεκαρφωμένος, αποσυνδέω κάτι που είναι καρφωμένο, βγάζω τα καρφιά: Ξεκαρφώθηκε το σανίδι του πατώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκαρφώνω — 1. αφαιρώ τα καρφιά από κάπου, ξηλώνω κάτι στερεωμένο με καρφιά («την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. (σχετικά με δόντια) βγάζω …   Dictionary of Greek

  • απογομφώ — ἀπογομφῶ ( όω) (Μ) βγάζω τους γόμφους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω …   Dictionary of Greek

  • αποκαθηλώνω — (Μ ἀποκαθηλώ, όω) ξεκαρφώνω και κατεβάζω κάτι από εκεί που ήταν καρφωμένο (κυρίως για το σώμα του Χριστού από τον Τίμιο Σταυρό) …   Dictionary of Greek

  • αφηλώ — ἀφηλῶ ( όω) (AM) βγάζω τους ήλους, ξεκαρφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηλώ ( όω) < ήλος «το καρφί»] …   Dictionary of Greek

  • εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκάρφωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαρφώνω, αφαίρεση τών καρφιών, ξήλωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεκάρφωτος — η, ο [ξεκαρφώνω] 1. αυτός που δεν συγκρατείται με καρφιά, ακάρφωτος 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερό βήμα 3. μτφ. α) (για λόγια) ασυνάρτητος, ασύνδετος, ο χωρίς νόημα β) (για πρόσ.) απρόσκλητος («ήλθε ξεκάρφωτος») 4. παροιμ. «Θε μου, πώς …   Dictionary of Greek

  • ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… …   Dictionary of Greek

  • αποκαθηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξεκαρφώνω: Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αποκαθήλωσαν το σώμα του Χριστού από το σταυρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”